Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

" Ονειρέψου, κι άλλο…" *

Ονειρεύεται… Μια σκουριασμένη καρότσα που τραντάζεται στις λακκούβες, μιαν αγκαλιά πετσί και κόκαλο, μια σκονισμένη κουρελού που του γδέρνει τα μάγουλα, το σβέρκο, τα γυμνά μπράτσα. Το κορίτσι γέρνει πάνω του, μαύρα μάτια, μαύρο στόμα. «Ζαφείρα δεν τη λέγαν; Τι μου ήταν, μπάρμπα; Αδερφή; Για μάνα μου;». Ο γερο-γύφτος, θρονιασμένος σε μια πολυθρόνα ξεκοιλιασμένη, στη μέση του πουθενά, τραβάει μια γερή ρουφηξιά από το στριφογυριστό τσιμπούκι: «Και τα δυο… Ήταν και τα δύο…»… 

Κλείνει τα μάτια κι ονειρεύεται πάλι… Μια ψείρα στο μέγεθος μπιζελιού σεργιανάει στο κούτελο του αδερφού του. Στάκα να σ’ τη λιώσω! Κυνηγιούνται γλιστρώντας στις βρεγμένες πλάκες, πέφτουν, σηκώνονται, κυνηγιούνται πάλι. Η Ζαφείρα, στρωμένη στα σκαλιά, απλώνει τη χούφτα σε μια συντροφιά από ευωδιαστά στριφώματα και κυματιστά, καλοσιδερωμένα μπατζάκια. Κάποιος έχει κλείσει τον ήχο. «Γιατί δεν τους ακούω, μπάρμπα; Χάλασε το ράδιο;» Ο γέρος στρέφεται να κοιτάξει τον ουρανό που κρέμεται γκαστρωμένος από χιόνι. «Μη σε μέλλει γι’ αυτούς! Ονειρέψου κι άλλο…»


Να ονειρευτεί, να ονειρευτεί… Τσίκνα από σουβλάκια στο παζάρι, ένα ταψί γυαλιστεροί μπακλαβάδες, πείνα και των γονέων. Το χιονάτο γλυκό που θρυμματίστηκε στην παλάμη του, την κλωτσιά που του έριξε ο μπάτσος για να ξεσφίξει τα δάχτυλά του. Ξεφεύγει, χώνεται κάτω από τους πάγκους. Αν το μάθει ο πατέρας μου πως με πλάκωσες… θα σε σκοτώσει! Ανοίγει απότομα τα μάτια. Ο κουτσοδόντης γέροντας τού κάνει νόημα να συνεχίσει. «Για στάσου! Εσένα, τι σ’ έχω εσένα, μπάρμπα; Παππού; Πατέρα μήπως;» Ο πελώριος γύφτος σαλεύει στην πολυθρόνα του, ενοχλημένος: «Βασιλιά!» 




Κι άλλα όνειρα; Εντάξει, λοιπόν. Κουλουριάζεται και μικραίνει, ζαρώνει σαν μωρό βυζανιάρικο πάνω στον ασκό μιας κοιλιάς τσιτωμένης, κοριτσίστικης. Μισοκλείνει τα μάτια, γλείφει τα σκασμένα χείλη, φέρνει στο μέρος της καρδιάς τη σφαλισμένη του χούφτα. Εδώ κρατάει το θησαυρό που με μύριους κόπους ξετρύπωσε από την τσέπη ενός κοριτσιού με κόκκινα σανδάλια: δυο βώλους, ο ένας κόκκινος, ο άλλος γαλάζιος. Ο γερο-βασιλιάς, στητός πάνω στον σαραβαλιασμένο θρόνο του, μόλις που διακρίνεται μες στο μαύρο σούρουπο. Το παιδί, μικροσκοπικό σαν γροθιά, τανύζεται, χασμουριέται και, λίγο πριν κουρνιάσει στη λειψή αγκαλιά που τώρα δα ξαναζωντάνεψε στη θύμησή του, απευθύνεται στην επιβλητική σκιά που στέκει άγρυπνη μες στο σκοτάδι: «Όνειρα γλυκά και σ’ εσένα, μπάρμπα!» * 

Απόσπασμα από τους "Ανθρωποφάγους" της Βίκης Δέμου