Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Η κιτρινισμένη φωτογραφία



...Στο λιγοστό φως αυτής της μουντής χειμωνιάτικης μέρας αντικρίζει για πρώτη φορά τη γυναίκα του παραμυθιού. Ένα λεπτότατο δίχτυ από ρυτίδες σκεπάζει το ωραίο πρόσωπό της, το πρόσωπο της κοπέλας στην κιτρινισμένη φωτογραφία του παλιού μενταγιόν. Είναι ντυμένη στα ολόμαυρα, με τις λεπτές, λευκές της κοτσίδες στερεωμένες στην κορυφή του κεφαλιού, και στα χείλη της έχει μαρμαρώσει ένα γαλήνιο χαμόγελο. Την ίδια στιγμή μια γριούλα πλησιάζει στο φέρετρο. 

Αποθέτει στα πόδια της νεκρής ένα κομμάτι μεταξωτό, στο χρώμα του μενεξέ, κι έπειτα στέκεται σιωπηλή πλάι στη Νεφέλη. Εκείνη την κοιτάζει απορημένη. "Είχαν πληγιάσει τα χεράκια της από τα ντρίλια και τους αλατζάδες που έραβε όλη μέρα!" της ψιθυρίζει στ' αυτί η μαυροντυμένη γριούλα, λες και διάβασε τη σκέψη της. "Μού 'λεγε 'Και τι δεν θα 'δινα για να 'χα ένα κομμάτι μεταξωτό να γαζώσω, κυρα-Γεωργία! 

Ένα μεταξωτό... και να κύλαγε κάτω απ' τη βελόνα της ραπτομηχανής μου σαν να 'ταν ανοιξιάτικο συννεφάκι... ' Έτσι μου 'λεγε"...

* ΒΙΚΗ ΔΕΜΟΥ, Το Μενταγιόν της Γιαγιάς Ευγενίας, εκδ. Πατάκη, 1997*

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

" Ονειρέψου, κι άλλο…" *

Ονειρεύεται… Μια σκουριασμένη καρότσα που τραντάζεται στις λακκούβες, μιαν αγκαλιά πετσί και κόκαλο, μια σκονισμένη κουρελού που του γδέρνει τα μάγουλα, το σβέρκο, τα γυμνά μπράτσα. Το κορίτσι γέρνει πάνω του, μαύρα μάτια, μαύρο στόμα. «Ζαφείρα δεν τη λέγαν; Τι μου ήταν, μπάρμπα; Αδερφή; Για μάνα μου;». Ο γερο-γύφτος, θρονιασμένος σε μια πολυθρόνα ξεκοιλιασμένη, στη μέση του πουθενά, τραβάει μια γερή ρουφηξιά από το στριφογυριστό τσιμπούκι: «Και τα δυο… Ήταν και τα δύο…»… 

Κλείνει τα μάτια κι ονειρεύεται πάλι… Μια ψείρα στο μέγεθος μπιζελιού σεργιανάει στο κούτελο του αδερφού του. Στάκα να σ’ τη λιώσω! Κυνηγιούνται γλιστρώντας στις βρεγμένες πλάκες, πέφτουν, σηκώνονται, κυνηγιούνται πάλι. Η Ζαφείρα, στρωμένη στα σκαλιά, απλώνει τη χούφτα σε μια συντροφιά από ευωδιαστά στριφώματα και κυματιστά, καλοσιδερωμένα μπατζάκια. Κάποιος έχει κλείσει τον ήχο. «Γιατί δεν τους ακούω, μπάρμπα; Χάλασε το ράδιο;» Ο γέρος στρέφεται να κοιτάξει τον ουρανό που κρέμεται γκαστρωμένος από χιόνι. «Μη σε μέλλει γι’ αυτούς! Ονειρέψου κι άλλο…»


Να ονειρευτεί, να ονειρευτεί… Τσίκνα από σουβλάκια στο παζάρι, ένα ταψί γυαλιστεροί μπακλαβάδες, πείνα και των γονέων. Το χιονάτο γλυκό που θρυμματίστηκε στην παλάμη του, την κλωτσιά που του έριξε ο μπάτσος για να ξεσφίξει τα δάχτυλά του. Ξεφεύγει, χώνεται κάτω από τους πάγκους. Αν το μάθει ο πατέρας μου πως με πλάκωσες… θα σε σκοτώσει! Ανοίγει απότομα τα μάτια. Ο κουτσοδόντης γέροντας τού κάνει νόημα να συνεχίσει. «Για στάσου! Εσένα, τι σ’ έχω εσένα, μπάρμπα; Παππού; Πατέρα μήπως;» Ο πελώριος γύφτος σαλεύει στην πολυθρόνα του, ενοχλημένος: «Βασιλιά!» 




Κι άλλα όνειρα; Εντάξει, λοιπόν. Κουλουριάζεται και μικραίνει, ζαρώνει σαν μωρό βυζανιάρικο πάνω στον ασκό μιας κοιλιάς τσιτωμένης, κοριτσίστικης. Μισοκλείνει τα μάτια, γλείφει τα σκασμένα χείλη, φέρνει στο μέρος της καρδιάς τη σφαλισμένη του χούφτα. Εδώ κρατάει το θησαυρό που με μύριους κόπους ξετρύπωσε από την τσέπη ενός κοριτσιού με κόκκινα σανδάλια: δυο βώλους, ο ένας κόκκινος, ο άλλος γαλάζιος. Ο γερο-βασιλιάς, στητός πάνω στον σαραβαλιασμένο θρόνο του, μόλις που διακρίνεται μες στο μαύρο σούρουπο. Το παιδί, μικροσκοπικό σαν γροθιά, τανύζεται, χασμουριέται και, λίγο πριν κουρνιάσει στη λειψή αγκαλιά που τώρα δα ξαναζωντάνεψε στη θύμησή του, απευθύνεται στην επιβλητική σκιά που στέκει άγρυπνη μες στο σκοτάδι: «Όνειρα γλυκά και σ’ εσένα, μπάρμπα!» * 

Απόσπασμα από τους "Ανθρωποφάγους" της Βίκης Δέμου

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Η Ωραία του Μάη (*)

Καλημέρα, Αυγούλα μου Όπως κατάλαβες, δεν πρόκειται να 
ξαναγυρίσω. Μην το παίρνεις μελοδραματικά, εμείς θα 
συναντιόμαστε πάντα. Από τα πράγματά μου, κράτησε ό,τι
 νομίζεις και τα υπόλοιπα πέταξέ τα. Το ίδιο ισχύει 
για τα βιβλία και τα χαρτιά. Μην νοιάζεσαι για τίποτα. 
Μην ακούς κανέναν. Σημασία έχει τι πιστεύεις εσύ. Θέλω να
 σου γράψω πολλά, αλλά είναι περιττό. Στα έχω πει και τα ξέρεις. 
Κάνε ό,τι κρίνεις σωστό. Είμαι με το μέρος σου. 




ΕΚΔΟΧΗ ΠΡΩΤΗ: 
Η συκιά και η βελανιδιά 

Το είχε αφήσει τελευταίο. Πώς να μην το άφηνε; Τα ρούχα της τα είχε ξεδιαλέξει
 εδώ και μέρες. Από όλον τον κυκεώνα της ντουλάπας της –μια γκαρνταρόμπα
 τριών-τεσσάρων δεκαετιών, αφού η μαμά σπάνια πετούσε τα παλιά της ρούχα– κράτησε μόνο την γυαλιστερή καφερόδινη καμπαρντίνα με τις ξεφτισμένες ραφές και ένα
 φουστάνι κοριτσίστικο από ταφτά που δεν την είχε δει ποτέ να φοράει: ένα φόρεμα 
στο χρώμα της σαμπάνιας με μικρά 
μπουκέτα από καφετί λουλούδια και αβυσσαλέο vτεκολτέ.






Κρέμονταν σε μιαν άκρη της αδειανής ντουλάπας, λες κι όλα όσα συνέβησαν είχαν γίνει χρόνια πριν και όχι την περασμένη βδομάδα. 
Τα υπόλοιπα τα έβαλε στην άκρη για να τα χαρίσει. Ένας μεγάλος σωρός, σκούρος και παραφουσκωμένος σαν σύννεφο καταιγίδας, στο πλατύτερο σημείο του διαδρόμου, κάτω από το παράθυρο. Πού και πού, μέσα απ’ το μαύρο και το γκρίζο του σωρείτη, ξέφευγε σαν υπόσχεση μελλοντικής καλοκαιρίας, ένα υπόλευκο κουρελάκι, ίσως η άκρη μιας μανσέτας. 
Είχε σηκώσει τα στόρια στο παράθυρο του διαδρόμου. Η μαμά δεν τα σήκωνε ποτέ. Φοβόταν, έτσι έλεγε. Το παράθυρο ήταν ψηλό και μεγάλο. Μπορεί και να ’χε δίκιο. Ίσως η αβάσταχτη ασπρίλα του ακάλυπτου φάνταζε στα μάτια της σαν πελώριο ασβεστολιθικό βάραθρο. Αλλά πάλι, πώς γίνεται να φοβάται κανείς ένα παράθυρο; Κοίταξε έξω. Η κλειστοφοβική θέα του τσιμέντου τής έκοψε την ανάσα. Ο ορίζοντας του ακάλυπτου ήταν τόσο χαμηλός που από τα δυο δεντράκια της γειτονικής αυλής διακρίνονταν μονάχα οι γυμνές κορυφές. Ανάμεσά τους, στο βρώμικο παράθυρο του υπόγειου ξυλουργείου, ένας νέος άντρας, γυμνός από τη μέση κι επάνω, πριόνιζε συλλογισμένος ένα μαδέρι. 
Εκείνη, πάλι, δεν φοβόταν τα παράθυρα. Φοβόταν το πάνω συρτάρι, στο κομοδίνο, πλάι στο προσκέφαλό της μαμάς. Δηλαδή, δεν το φοβόταν ακριβώς. Απλώς, ανέβαλλε διαρκώς αυτή τη δουλειά. Το είχε αφήσει τελευταίο. Τα άλλα δυο τα είχε ανοίξει από προχτές. Κουτάκια, ένα μικρό άλμπουμ με φωτογραφίες, και σημειώματα, πολλά σημειώματα, ακόμα και σε χαρτοπετσέτες. Κάτι ενθύμια, περίεργα κι αυτά. Οι γνωστοί γρίφοι της μαμάς. Γιατί δεν έλεγε ποτέ ξεκάθαρα αυτό που ήθελε να πει; 
Ξαφνιάστηκε όταν βρήκε το φάκελο με τις γυμνές φωτογραφίες. Τις κοιτούσε μια προς μια, με κοροϊδευτική διάθεση, αλλά και με αποστροφή. Ήταν πολύ νέα και πολύ διαφορετική σ’ εκείνες τις φωτογραφίες. Τα μάτια της γυάλιζαν σαν να ήταν μεθυσμένη. Το σώμα της ήταν θαμπό, πλαδαρό, παραδομένο. Καμιά σχέση μ’ αυτό που θυμόταν εκείνη. Κρατούσε στο χέρι της το πακέτο μην ξέροντας τι να κάνει. Τελικά, ξανάβαλε τις φωτογραφίες στο φάκελο και τις καταχώνιασε εκεί που τις πρωτοβρήκε, στο βάθος του τελευταίου συρταριού. Τελικά, μπορεί και να μην ήταν η μαμά. Ναι, το βρήκε. Ήταν κάποια που της έμοιαζε, αλλά όχι και τόσο. 
Πάνω στο κομοδίνο υπήρχε τώρα ένα τασάκι. Η μαμά δεν κάπνιζε ποτέ στην κάμαρά της. Κάπνιζε, δηλαδή, αλλά ποτέ στην κάμαρά της.Κάπνιζε πολύ.
Άναψε τσιγάρο. Από της μαμάς. Είχε ανακαλύψει τον καπνό και τον αναπτήρα της στην κουζίνα. Ένα από τα πολλά πακέτα που ήταν καταχωνιασμένα σ’ όλο το σπίτι. Μέτρησε τις γόπες στο τασάκι. Το τρίτο. Χαμογέλασε. Κάπνιζε το τρίτο τσιγάρο της ζωής της στην κάμαρα μιας άλλης γυναίκας που, εκείνη, κάπνιζε συνέχεια, παντού. Παντού εκτός από την κάμαρά της. 
«Η μαμά δεν θα ξανάρθει πια», έλεγε και ξανάλεγε μέσα της σαν κοριτσόπουλο που ένιωθε πως ήταν, αλλά δεν ήταν πια. «Η μαμά έφυγε, η μαμά χάθηκε, μπορεί και να πέθανε η μαμά, αλλά πάντως δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει ποτέ πια εδώ. Να, μου το γράφει κιόλας…» 
Ξανάβγαλε από την τσέπη του μπλουτζίν της το σημείωμα. Σαν σημείωμα αυτόχειρα, της ήρθε η σκέψη, αλλά την άφησε κατά μέρος. Ήταν πολύ νωρίς για να τα συλλογιέται όλα αυτά. «Εμείς θα συναντιόμαστε πάντα», ξαναδιάβασε, αλλά πού θα συναντιόμαστε; Στο δρόμο, στο τραίνο, στον καθρέφτη; Στον καθρέφτη… Τι παράξενη σκέψη! Αφού δεν ήταν το είδωλο της μαμάς, ούτε εκείνη το δικό της… 
Της έμοιαζε, βέβαια, αλλά όχι τόσο. Της έμοιαζε αόριστα, όπως μοιάζουν μεταξύ τους δυο γαρύφαλλα από την ίδια γαρυφαλλιά, δυο φιστίκια από την ίδια φιστικιά, δυο φύλλα από το ίδιο δέντρο. Μόνο που, αν υπήρχε, το δικό τους δέντρο –δικό της και της μαμάς– θα ήταν δυο δέντρα μαζί. Εκείνη φανταζόταν τον εαυτό της σαν συκιά, μια συκιά χειμωνιάτικη, γυμνή από φύλλα, άψογη από αισθητική πλευρά με τα αδρά, ρωμαλέα κλαριά της, με τις στρογγυλεμένες γωνίες, αλλά λιτή, απρόσιτη σχεδόν μες στην απλότητα των γραμμών της. Η μαμά είχε φύλλωμα πυκνό, πολύ πυκνό και σκιερό, βαθυπράσινο, μαύρο σχεδόν σαν τα ρούχα που τη θυμόταν να φοράει πάντα. Καστανιά, μπορεί και βελανιδιά. Ένα μεγάλο κλαρί, φορτωμένο βαθυπράσινα φύλλα, θα ακουμπούσε μαλακά, σαν χέρι, στα γυμνά δικά της. Δυο δέντρα αγκαλιασμένα που έγιναν ένα, αυτό ήταν οι δυο τους, η συκιά και η βελανιδιά, η χαμένη, η από βδομάδες εξαφανισμένη βελανιδιά της, που η απουσία της περιπλανιόταν με βαριά βήματα στο άδειο σπίτι…

 (*) Απόσπασμα από το αδημοσίευτο μυθιστόρημα της Βίκης Δέμου Η Ωραία του Μάη.

Το μυστικό του Βελλεροφόντη


Από την ημέρα που ο Κόστια τού μίλησε για τον πατέρα του, τα όνειρά του απόκτησαν δύναμη και διάρκεια πέρα απ’ τα ανθρώπινα. Σιγόκαιγαν ολημερίς μέσα του σαν άσβεστη εστία και, πριν καλά-καλά γείρει στο μαξιλάρι, οι στάχτες αναζωπυρώνονταν και μικρές φλόγες έζωναν το πρωτοΰπνι του. Πιο κάτω, κόχλαζε η λάβα των ονείρων του. Η μυστική τους ουσία, άγνωστη, πρωτοφανέρωτη… 
Χαμένος στην αφροντισιά του ύπνου, άφηνε τις φλόγες να σκαρφαλώσουν πάνω του, να τον τυλίξουν σφιχτά, σαν πύρινες περικοκλάδες του Άδη. Ρουφούσε κάθε στιγμή των ονείρων του. Τα αερικά που ξεπρόβαλλαν μέσα από κορμούς δέντρων. Τον ουρανό, τόσο κοντινό που αρκούσε να σηκώσεις το χέρι σου για να τον πιάσεις. Το απαίσιο κρώξιμο πουλιών τερατόμορφων. Τη γυναίκα με τον ένα μαστό. Τον γέροντα που προμηνούσε τα μελλούμενα ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο άπατο πηγάδι του θανάτου. 
Ξυπνούσε με την αίσθηση πως το στέρνο του λίγο ακόμα και θα συνθλιβόταν απ’ το σφιχταγκάλιασμά τους. Κι ωστόσο ένιωθε μια δύναμη πρωτόγνωρη να θεριεύει μέσα του, ν’ απλώνεται γύρω απ’ την κατακόκκινη ανοιχτή πληγή, που τα χείλη της σχημάτιζαν περίγραμμα γυναικείου αιδοίου πάνω στο στήθος του. Θαρρείς και, στη διάρκεια της νύχτας, το αίμα του όλο είχε ρεύσει από κείνο το ανύπαρκτο τραύμα, τη λαβωματιά-κληρονομιά του πατέρα του. Θαρρείς και το κορμί του είχε στραγγίσει από το αίμα και στις φλέβες του κυλούσε τώρα φωτιά. 



Κι η πληγή, η αθέατη, μούσκευε αργά το πουκάμισό του, κι όλοι όσοι κατοικούσαν στα όνειρά του σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους, κρυφά και φανερά, για εκείνο το αγόρι, τον Γιώργη, τον γιό του Φώντα, που ξεπόρτιζε κάθε νύχτα με ματωμένο πουκάμισο. Το προσφυγόπουλο, που περιπλανιόταν στη χώρα των αναμνήσεων χωρίς αποσκευές. 
Τα όνειρα της λάβας τον ακολουθούσαν και στον ξύπνιο του. Μιλούσε με τα λόγια των ονείρων, σκεφτόταν τις σκέψεις των ονείρων και ο ασκός των συναισθημάτων του φούσκωνε και ξεφούσκωνε όπως στα όνειρά του. Λες κι αυτά, τα όνειρα της λάβας, ήταν οι αληθινές στιγμές του, και η ζωή, η πραγματική, ένα λεπτό τσιγαρόχαρτο απ’ αυτά που έβαζαν στο σχολείο για να ξεπατικώσουν τους χάρτες. Ο Γιώργης ξεπατίκωνε, ξεπατίκωνε ασταμάτητα το μυστικό του παραμύθι, το ωραίο ψέμα του πάνω στο τσιγαρόχαρτο της αλήθειας. 



Η δύναμή του –η αίσθηση πως ο καιρός του ανήκε, πως εκείνος κούρδιζε κάθε πρωί το ρολόι του κόσμου– θέριευε μέσα του ολοένα, τον έκανε άτρωτο σαν ήρωα μυθικό, απέθαντο σαν βρυκόλακα, θεότυφλο και κρικωτό σαν το σκουλήκι… Κι η ερώτηση ψήλωνε αδιάκοπα μέσα του, σαν τις παραφυάδες στο ρέμα με τις πλατανιές. 
«Ποιος πρόδωσε τον Φώντα Μακρίδη, τον παλληκάρι του βουνού που όλοι το φώναζαν Βελλεροφόντη; Ποιος εξαφάνισε το κουφάρι του και τον άφησε να περιπλανιέται άπατρις ακόμα και στη χώρα του θανάτου;» 
Τότε τα αλλόκοτα πλάσματα των ονείρων του κολλούσαν το πρόσωπό τους στο δικό του, χέρια παράταιρα σφίγγονταν γύρω απ’ τη μέση του κι οι φωνές τους, παράξενα γνώριμες, σφύριζαν στ’ αυτί του: «Ένας από μας!»…