Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Η Ωραία του Μάη (*)

Καλημέρα, Αυγούλα μου Όπως κατάλαβες, δεν πρόκειται να 
ξαναγυρίσω. Μην το παίρνεις μελοδραματικά, εμείς θα 
συναντιόμαστε πάντα. Από τα πράγματά μου, κράτησε ό,τι
 νομίζεις και τα υπόλοιπα πέταξέ τα. Το ίδιο ισχύει 
για τα βιβλία και τα χαρτιά. Μην νοιάζεσαι για τίποτα. 
Μην ακούς κανέναν. Σημασία έχει τι πιστεύεις εσύ. Θέλω να
 σου γράψω πολλά, αλλά είναι περιττό. Στα έχω πει και τα ξέρεις. 
Κάνε ό,τι κρίνεις σωστό. Είμαι με το μέρος σου. 




ΕΚΔΟΧΗ ΠΡΩΤΗ: 
Η συκιά και η βελανιδιά 

Το είχε αφήσει τελευταίο. Πώς να μην το άφηνε; Τα ρούχα της τα είχε ξεδιαλέξει
 εδώ και μέρες. Από όλον τον κυκεώνα της ντουλάπας της –μια γκαρνταρόμπα
 τριών-τεσσάρων δεκαετιών, αφού η μαμά σπάνια πετούσε τα παλιά της ρούχα– κράτησε μόνο την γυαλιστερή καφερόδινη καμπαρντίνα με τις ξεφτισμένες ραφές και ένα
 φουστάνι κοριτσίστικο από ταφτά που δεν την είχε δει ποτέ να φοράει: ένα φόρεμα 
στο χρώμα της σαμπάνιας με μικρά 
μπουκέτα από καφετί λουλούδια και αβυσσαλέο vτεκολτέ.






Κρέμονταν σε μιαν άκρη της αδειανής ντουλάπας, λες κι όλα όσα συνέβησαν είχαν γίνει χρόνια πριν και όχι την περασμένη βδομάδα. 
Τα υπόλοιπα τα έβαλε στην άκρη για να τα χαρίσει. Ένας μεγάλος σωρός, σκούρος και παραφουσκωμένος σαν σύννεφο καταιγίδας, στο πλατύτερο σημείο του διαδρόμου, κάτω από το παράθυρο. Πού και πού, μέσα απ’ το μαύρο και το γκρίζο του σωρείτη, ξέφευγε σαν υπόσχεση μελλοντικής καλοκαιρίας, ένα υπόλευκο κουρελάκι, ίσως η άκρη μιας μανσέτας. 
Είχε σηκώσει τα στόρια στο παράθυρο του διαδρόμου. Η μαμά δεν τα σήκωνε ποτέ. Φοβόταν, έτσι έλεγε. Το παράθυρο ήταν ψηλό και μεγάλο. Μπορεί και να ’χε δίκιο. Ίσως η αβάσταχτη ασπρίλα του ακάλυπτου φάνταζε στα μάτια της σαν πελώριο ασβεστολιθικό βάραθρο. Αλλά πάλι, πώς γίνεται να φοβάται κανείς ένα παράθυρο; Κοίταξε έξω. Η κλειστοφοβική θέα του τσιμέντου τής έκοψε την ανάσα. Ο ορίζοντας του ακάλυπτου ήταν τόσο χαμηλός που από τα δυο δεντράκια της γειτονικής αυλής διακρίνονταν μονάχα οι γυμνές κορυφές. Ανάμεσά τους, στο βρώμικο παράθυρο του υπόγειου ξυλουργείου, ένας νέος άντρας, γυμνός από τη μέση κι επάνω, πριόνιζε συλλογισμένος ένα μαδέρι. 
Εκείνη, πάλι, δεν φοβόταν τα παράθυρα. Φοβόταν το πάνω συρτάρι, στο κομοδίνο, πλάι στο προσκέφαλό της μαμάς. Δηλαδή, δεν το φοβόταν ακριβώς. Απλώς, ανέβαλλε διαρκώς αυτή τη δουλειά. Το είχε αφήσει τελευταίο. Τα άλλα δυο τα είχε ανοίξει από προχτές. Κουτάκια, ένα μικρό άλμπουμ με φωτογραφίες, και σημειώματα, πολλά σημειώματα, ακόμα και σε χαρτοπετσέτες. Κάτι ενθύμια, περίεργα κι αυτά. Οι γνωστοί γρίφοι της μαμάς. Γιατί δεν έλεγε ποτέ ξεκάθαρα αυτό που ήθελε να πει; 
Ξαφνιάστηκε όταν βρήκε το φάκελο με τις γυμνές φωτογραφίες. Τις κοιτούσε μια προς μια, με κοροϊδευτική διάθεση, αλλά και με αποστροφή. Ήταν πολύ νέα και πολύ διαφορετική σ’ εκείνες τις φωτογραφίες. Τα μάτια της γυάλιζαν σαν να ήταν μεθυσμένη. Το σώμα της ήταν θαμπό, πλαδαρό, παραδομένο. Καμιά σχέση μ’ αυτό που θυμόταν εκείνη. Κρατούσε στο χέρι της το πακέτο μην ξέροντας τι να κάνει. Τελικά, ξανάβαλε τις φωτογραφίες στο φάκελο και τις καταχώνιασε εκεί που τις πρωτοβρήκε, στο βάθος του τελευταίου συρταριού. Τελικά, μπορεί και να μην ήταν η μαμά. Ναι, το βρήκε. Ήταν κάποια που της έμοιαζε, αλλά όχι και τόσο. 
Πάνω στο κομοδίνο υπήρχε τώρα ένα τασάκι. Η μαμά δεν κάπνιζε ποτέ στην κάμαρά της. Κάπνιζε, δηλαδή, αλλά ποτέ στην κάμαρά της.Κάπνιζε πολύ.
Άναψε τσιγάρο. Από της μαμάς. Είχε ανακαλύψει τον καπνό και τον αναπτήρα της στην κουζίνα. Ένα από τα πολλά πακέτα που ήταν καταχωνιασμένα σ’ όλο το σπίτι. Μέτρησε τις γόπες στο τασάκι. Το τρίτο. Χαμογέλασε. Κάπνιζε το τρίτο τσιγάρο της ζωής της στην κάμαρα μιας άλλης γυναίκας που, εκείνη, κάπνιζε συνέχεια, παντού. Παντού εκτός από την κάμαρά της. 
«Η μαμά δεν θα ξανάρθει πια», έλεγε και ξανάλεγε μέσα της σαν κοριτσόπουλο που ένιωθε πως ήταν, αλλά δεν ήταν πια. «Η μαμά έφυγε, η μαμά χάθηκε, μπορεί και να πέθανε η μαμά, αλλά πάντως δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει ποτέ πια εδώ. Να, μου το γράφει κιόλας…» 
Ξανάβγαλε από την τσέπη του μπλουτζίν της το σημείωμα. Σαν σημείωμα αυτόχειρα, της ήρθε η σκέψη, αλλά την άφησε κατά μέρος. Ήταν πολύ νωρίς για να τα συλλογιέται όλα αυτά. «Εμείς θα συναντιόμαστε πάντα», ξαναδιάβασε, αλλά πού θα συναντιόμαστε; Στο δρόμο, στο τραίνο, στον καθρέφτη; Στον καθρέφτη… Τι παράξενη σκέψη! Αφού δεν ήταν το είδωλο της μαμάς, ούτε εκείνη το δικό της… 
Της έμοιαζε, βέβαια, αλλά όχι τόσο. Της έμοιαζε αόριστα, όπως μοιάζουν μεταξύ τους δυο γαρύφαλλα από την ίδια γαρυφαλλιά, δυο φιστίκια από την ίδια φιστικιά, δυο φύλλα από το ίδιο δέντρο. Μόνο που, αν υπήρχε, το δικό τους δέντρο –δικό της και της μαμάς– θα ήταν δυο δέντρα μαζί. Εκείνη φανταζόταν τον εαυτό της σαν συκιά, μια συκιά χειμωνιάτικη, γυμνή από φύλλα, άψογη από αισθητική πλευρά με τα αδρά, ρωμαλέα κλαριά της, με τις στρογγυλεμένες γωνίες, αλλά λιτή, απρόσιτη σχεδόν μες στην απλότητα των γραμμών της. Η μαμά είχε φύλλωμα πυκνό, πολύ πυκνό και σκιερό, βαθυπράσινο, μαύρο σχεδόν σαν τα ρούχα που τη θυμόταν να φοράει πάντα. Καστανιά, μπορεί και βελανιδιά. Ένα μεγάλο κλαρί, φορτωμένο βαθυπράσινα φύλλα, θα ακουμπούσε μαλακά, σαν χέρι, στα γυμνά δικά της. Δυο δέντρα αγκαλιασμένα που έγιναν ένα, αυτό ήταν οι δυο τους, η συκιά και η βελανιδιά, η χαμένη, η από βδομάδες εξαφανισμένη βελανιδιά της, που η απουσία της περιπλανιόταν με βαριά βήματα στο άδειο σπίτι…

 (*) Απόσπασμα από το αδημοσίευτο μυθιστόρημα της Βίκης Δέμου Η Ωραία του Μάη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου