Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Το μυστικό του Βελλεροφόντη


Από την ημέρα που ο Κόστια τού μίλησε για τον πατέρα του, τα όνειρά του απόκτησαν δύναμη και διάρκεια πέρα απ’ τα ανθρώπινα. Σιγόκαιγαν ολημερίς μέσα του σαν άσβεστη εστία και, πριν καλά-καλά γείρει στο μαξιλάρι, οι στάχτες αναζωπυρώνονταν και μικρές φλόγες έζωναν το πρωτοΰπνι του. Πιο κάτω, κόχλαζε η λάβα των ονείρων του. Η μυστική τους ουσία, άγνωστη, πρωτοφανέρωτη… 
Χαμένος στην αφροντισιά του ύπνου, άφηνε τις φλόγες να σκαρφαλώσουν πάνω του, να τον τυλίξουν σφιχτά, σαν πύρινες περικοκλάδες του Άδη. Ρουφούσε κάθε στιγμή των ονείρων του. Τα αερικά που ξεπρόβαλλαν μέσα από κορμούς δέντρων. Τον ουρανό, τόσο κοντινό που αρκούσε να σηκώσεις το χέρι σου για να τον πιάσεις. Το απαίσιο κρώξιμο πουλιών τερατόμορφων. Τη γυναίκα με τον ένα μαστό. Τον γέροντα που προμηνούσε τα μελλούμενα ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο άπατο πηγάδι του θανάτου. 
Ξυπνούσε με την αίσθηση πως το στέρνο του λίγο ακόμα και θα συνθλιβόταν απ’ το σφιχταγκάλιασμά τους. Κι ωστόσο ένιωθε μια δύναμη πρωτόγνωρη να θεριεύει μέσα του, ν’ απλώνεται γύρω απ’ την κατακόκκινη ανοιχτή πληγή, που τα χείλη της σχημάτιζαν περίγραμμα γυναικείου αιδοίου πάνω στο στήθος του. Θαρρείς και, στη διάρκεια της νύχτας, το αίμα του όλο είχε ρεύσει από κείνο το ανύπαρκτο τραύμα, τη λαβωματιά-κληρονομιά του πατέρα του. Θαρρείς και το κορμί του είχε στραγγίσει από το αίμα και στις φλέβες του κυλούσε τώρα φωτιά. 



Κι η πληγή, η αθέατη, μούσκευε αργά το πουκάμισό του, κι όλοι όσοι κατοικούσαν στα όνειρά του σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους, κρυφά και φανερά, για εκείνο το αγόρι, τον Γιώργη, τον γιό του Φώντα, που ξεπόρτιζε κάθε νύχτα με ματωμένο πουκάμισο. Το προσφυγόπουλο, που περιπλανιόταν στη χώρα των αναμνήσεων χωρίς αποσκευές. 
Τα όνειρα της λάβας τον ακολουθούσαν και στον ξύπνιο του. Μιλούσε με τα λόγια των ονείρων, σκεφτόταν τις σκέψεις των ονείρων και ο ασκός των συναισθημάτων του φούσκωνε και ξεφούσκωνε όπως στα όνειρά του. Λες κι αυτά, τα όνειρα της λάβας, ήταν οι αληθινές στιγμές του, και η ζωή, η πραγματική, ένα λεπτό τσιγαρόχαρτο απ’ αυτά που έβαζαν στο σχολείο για να ξεπατικώσουν τους χάρτες. Ο Γιώργης ξεπατίκωνε, ξεπατίκωνε ασταμάτητα το μυστικό του παραμύθι, το ωραίο ψέμα του πάνω στο τσιγαρόχαρτο της αλήθειας. 



Η δύναμή του –η αίσθηση πως ο καιρός του ανήκε, πως εκείνος κούρδιζε κάθε πρωί το ρολόι του κόσμου– θέριευε μέσα του ολοένα, τον έκανε άτρωτο σαν ήρωα μυθικό, απέθαντο σαν βρυκόλακα, θεότυφλο και κρικωτό σαν το σκουλήκι… Κι η ερώτηση ψήλωνε αδιάκοπα μέσα του, σαν τις παραφυάδες στο ρέμα με τις πλατανιές. 
«Ποιος πρόδωσε τον Φώντα Μακρίδη, τον παλληκάρι του βουνού που όλοι το φώναζαν Βελλεροφόντη; Ποιος εξαφάνισε το κουφάρι του και τον άφησε να περιπλανιέται άπατρις ακόμα και στη χώρα του θανάτου;» 
Τότε τα αλλόκοτα πλάσματα των ονείρων του κολλούσαν το πρόσωπό τους στο δικό του, χέρια παράταιρα σφίγγονταν γύρω απ’ τη μέση του κι οι φωνές τους, παράξενα γνώριμες, σφύριζαν στ’ αυτί του: «Ένας από μας!»…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου